- συναγωνίζομαι
- συναγωνίζομαι, συναγωνίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναγωνίζομαι — contend along with pres ind mp 1st sg συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — συναγωνίστηκα 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον προσπαθώντας να τον ξεπεράσω: Έχει να συναγωνιστεί με πολλούς υποψήφιους στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου: Μας συναγωνίζονται πολλές βιομηχανίες. 3. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωνίζεσθε — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 2nd pl συνᾱγωνίζεσθε , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμεθα — συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συνᾱγωνιζόμεθα , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζου — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνᾱγωνίζου , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίσασθε — συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συνᾱγωνίσασθε , συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζομένων — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμενον — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιουμένων — συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)